- θαλασσοποιώ
- -έωπροκαλώ αναστάτωση, δημιουργώ δυσχέρειες («τά κάνω θάλασσα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλασσοποιώ — ησα, μτβ., προκαλώ αναστάτωση, τα κάνω θάλασσα, αποτυχαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
θαλασσοποίηση — η [θαλασσοποιώ] ανώμαλη κατάσταση, αναστάτωση … Dictionary of Greek